χαρτοθήκη

χαρτοθήκη
η
θήκη χαρτιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαρτοθήκη — η, ΝΜΑ θήκη όπου φυλάσσονται διάφορα έγγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοθέσιον — τὸ, Μ χαρτοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + θέσιον (< θέτης < θέτης < τίθημι), πρβλ. θεσμο θέσιον, χαλκο θέσιον] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοθέτης — ο, θηλ. χαρτοθέτρια, Ν 1. (παλαιότερα) εργάτης τυπογραφείου που τροφοδοτούσε με φύλλα χαρτιού το πιεστήριο κατά την εκτύπωση 2. χαρτοθήκη ζωγράφων ή σχεδιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + θέτης (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θέτης. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”